- ἐνηβήσας
- ἐνηβήσᾱς , ἐνηβάωspend one's youth inaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενηβώ — ἐνηβῶ, άω (Α) [ένηβος] 1. περνώ την περίοδο τής ήβης, τής νεότητας, περνώ τα νιάτα μου 2. διασκεδάζω, ευθυμώ («ἐνηβήσας τῇ κατὰ χειμῶνα οἰκουρίᾳ», Λόγγος) 3. (για φυτά) ακμάζω, θάλλω, αυξάνομαι 4. (αμτβ.) βρίσκομαι στην ακμή τής νιότης … Dictionary of Greek